Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Unification
01
ενοποίηση, επανένωση
the process of bringing together to form a single unit
Παραδείγματα
Their wedding was not just a bond between two people, but a unification of two families.
Ο γάμος τους δεν ήταν απλώς ένας δεσμός μεταξύ δύο ανθρώπων, αλλά μια ενοποίηση δύο οικογενειών.
The unification of the two companies was a huge event in the business world.
Η ενοποίηση των δύο εταιρειών ήταν ένα μεγάλο γεγονός στον επιχειρηματικό κόσμο.
02
ενοποίηση, συγχώνευση
the act of joining together as one
Παραδείγματα
The two villages celebrated their unification with a festival.
Τα δύο χωριά γιόρτασαν την ενσωμάτωσή τους με ένα φεστιβάλ.
Their goal was the unification of various research methods into one comprehensive study.
Στόχος τους ήταν η ενοποίηση διαφόρων μεθόδων έρευνας σε μια ολοκληρωμένη μελέτη.
03
ενοποίηση, ένωση
the state of being joined or united or linked
Λεξικό Δέντρο
unification
unify
unite



























