Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Unicyclist
01
μονοτσικλίστας, καλλιτέχνης μονοτσικλίστας
a performer who rides a single-wheeled vehicle, often showcasing skillful maneuvers, tricks, and stunts
Παραδείγματα
The unicyclist impressed the audience with their ability to ride effortlessly and perform tricks on the unicycle.
Ο μονοτσικλίστας εντυπωσίασε το κοινό με την ικανότητά του να οδηγεί χωρίς κόπο και να εκτελεί κόλπα στο μονοτσικλί.
As a talented unicyclist, he amazed spectators with his daring stunts and precise balance.
Ως ταλαντούχος μονοτσικλίστας, εντυπωσίασε τους θεατές με τα τολμηρά του ακροβατικά και την ακριβή ισορροπία του.
Λεξικό Δέντρο
unicyclist
unicycle



























