Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unhinged
01
ανισόρροπος, τρελός
emotionally unstable or acting irrationally
Παραδείγματα
After missing the deadline, he looked completely unhinged.
Αφού έχασε την προθεσμία, φαινόταν εντελώς ασταθής.
Her reaction to the project feedback was a bit unhinged.
Η αντίδρασή της στην ανατροφοδότηση του έργου ήταν λίγο ασταθής.
Λεξικό Δέντρο
unhinged
unhinge
hinge



























