Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
brainsick
01
διαταραγμένος ψυχικά, παράφρονας
exhibiting extreme mental disturbance or irrational behavior, often indicating insanity
Παραδείγματα
The brainsick man ranted about imaginary threats.
Ο τρελός άνδρας μιλούσε ασυναρτησίες για φανταστικές απειλές.
He was considered brainsick after his strange outbursts and delusions.
Θεωρήθηκε παράφρων μετά τις περίεργες εκρήξεις και τις παραισθήσεις του.
Λεξικό Δέντρο
brainsick
brain
sick



























