LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ungulate
/ˈʌnɡjʊlˌeɪt/
/ˈʌnɡjʊlˌeɪt/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "ungulate"
Ungulate
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
έχων όπλας
a hoofed mammal, typically herbivorous, which includes animals such as horses, cows, deer, and elephants
hoofed mammal
ungulate
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
έχων όπλας
having or resembling hoofs
hoofed
hooved
ungulated
unguiculate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App