Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Unhappiness
01
δυστυχία, θλίψη
the state or condition of not being happy, characterized by feelings of dissatisfaction, discontent, or sorrow
Παραδείγματα
Her unhappiness was evident despite her attempts to smile.
Η δυσαρέσκειά της ήταν εμφανής παρά τις προσπάθειές της να χαμογελάσει.
The rainy weather added to everyone ’s unhappiness during the trip.
Ο βροχερός καιρός προσέθεσε στην δυστυχία όλων κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
02
δυστυχία, θλίψη
state characterized by emotions ranging from mild discontentment to deep grief
Λεξικό Δέντρο
unhappiness
happiness
happy



























