Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ungrateful
01
αγνώμων, αχάριστος
not appreciating or acknowledging kindness, often taking things for granted
Παραδείγματα
After all the help she provided, his ungrateful attitude was hurtful.
Μετά από όλη τη βοήθεια που παρείχε, η αχάριστη συμπεριφορά του ήταν πληγωτική.
Despite their generosity, the ungrateful child complained about the gift.
Παρά την γενναιοδωρία τους, το αχάριστο παιδί παραπονέθηκε για το δώρο.
02
αχάριστος, δυσάρεστος
disagreeable
Λεξικό Δέντρο
ungrateful
grateful



























