Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unexpended
01
αδάπανος, αχρησιμοποίητος
not used up
02
μη δαπανημένο, μη χρησιμοποιημένο
(of financial resources) not spent
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδάπανος, αχρησιμοποίητος
μη δαπανημένο, μη χρησιμοποιημένο