Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to undervalue
01
υποτιμώ, περιφρονώ
to underestimate the financial value or worth of as an asset, a company, currency, etc.
Παραδείγματα
Many people undervalue the importance of sleep for overall health.
Πολλοί άνθρωποι υποτιμούν τη σημασία του ύπνου για τη γενική υγεία.
The company consistently undervalued its employees' contributions.
Η εταιρεία υποτίμησε συστηματικά τις συνεισφορές των εργαζομένων της.
02
υποτιμώ, απαξιώνω
assign too low a value to
03
υποτιμώ, περιφρονώ
esteem lightly
Λεξικό Δέντρο
undervalue
value



























