Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Undertaking
01
δέσμευση, υπόσχεση
a formal promise to do something particular
02
επιχείρηση νεκροθάλπης, δραστηριότητα διευθυντή νεκροθάλπης
the trade of a funeral director
Λεξικό Δέντρο
undertaking
taking
take



























