Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uncalled-for
01
ακατάλληλος, αδικαιολόγητος
(of actions, words, or behaviors) unjust or inappropriate for a particular situation
Παραδείγματα
His uncalled-for comments during the meeting disrupted the discussion and offended several participants.
Τα απρεπή σχόλιά του κατά τη διάρκεια της συνάντησης διέκοψαν τη συζήτηση και προσέβαλαν αρκετούς συμμετέχοντες.
She felt hurt by her friend 's uncalled-for criticism of her work, especially since she had worked hard on it.
Αισθάνθηκε πληγωμένη από την αδικαιολόγητη κριτική του φίλου της για τη δουλειά της, ειδικά αφού είχε δουλέψει σκληρά πάνω σε αυτή.
02
απαραίτητος, μη ζητηθείς
not required or requested



























