Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tyke
01
παιδί, μικρός
a young child, often used in an affectionate or informal way
Παραδείγματα
The tyke ran around the playground with boundless energy.
Το παιδάκι έτρεχε γύρω από την παιδική χαρά με απεριόριστη ενέργεια.
She smiled at the little tyke as he excitedly opened his birthday presents.
Χαμογέλασε στο μικρό παιδάκι καθώς άνοιγε με ενθουσιασμό τα δώρα γενεθλίων του.
02
γηγενής του Γιόρκσιρ, κάτοικος του Γιόρκσιρ
a native of Yorkshire
03
αγροίκος, αγενής
a crude uncouth ill-bred person lacking culture or refinement



























