LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Trying on
/tɹˈaɪɪŋ ˈɒn/
/tɹˈaɪɪŋ ˈɑːn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "trying on"
Trying on
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
putting clothes on to see whether they fit
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
trying
trygve lie
trygve halvden lie
try-out
try-on
tryout
trypetidae
trypsin
trypsinogen
tryptophan
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App