Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Try-on
01
δοκιμή, προσπάθεια
the act of trying on clothing or accessories to check fit, appearance, or comfort
Παραδείγματα
She went for a try-on at the store to ensure the dress fit perfectly.
Πήγε για μια δοκιμή στο κατάστημα για να βεβαιωθεί ότι το φόρεμα ταίριαζε τέλεια.
After the try-on, the jacket needed a few alterations for a better fit.
Μετά τη δοκιμή, το σακάκι χρειαζόταν μερικές αλλαγές για καλύτερη εφαρμογή.



























