Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Truckle
01
χαμηλό κρεβάτι, κινούμενο κρεβάτι
a low bed to be slid under a higher bed
to truckle
01
θωπεύω, κολακεύω
to act with flattery and leniency to gain a favor
02
υποχωρώ λόγω αδυναμίας, υποκύπτω λόγω αδυναμίας
yield to out of weakness



























