Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
triumphant
01
θριαμβευτικός, νικηφόρος
feeling or expressing great happiness or pride after a success or victory
Παραδείγματα
The triumphant team celebrated their hard-earned victory with cheers and applause.
Η θριαμβευτική ομάδα γιόρτασε τη σκληρά κερδισμένη νίκη της με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα.
She felt triumphant after completing her first marathon.
Ένιωσε θριαμβευτική μετά την ολοκλήρωση του πρώτου της μαραθώνιου.
02
θριαμβευτικός
experiencing triumph
Λεξικό Δέντρο
triumphantly
triumphant
triumph



























