Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to touch down
[phrase form: touch]
01
προσγειώνω, ακουμπώ στο έδαφος
(of an aircraft or spacecraft) to land on the ground
Intransitive: to touch down somewhere
Παραδείγματα
The helicopter touched down on the rooftop to rescue the stranded hikers.
Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη για να διασώσει τους παγιδευμένους πεζοπόρους.
The spacecraft touched down on Mars, marking a historic moment for space exploration.
Το διαστημόπλοιο προσγειώθηκε στον Άρη, σηματοδοτώντας μια ιστορική στιγμή για την εξερεύνηση του διαστήματος.



























