Toiling
volume
British pronunciation/tˈɔ‍ɪlɪŋ/
American pronunciation/ˈtɔɪɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "toiling"

01

doing arduous or unpleasant work

word family

toil

toil

Verb

toiling

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store