LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Toilet-trained
/tˈɔɪləttɹˈeɪnd/
/tˈɔɪləttɹˈeɪnd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "toilet-trained"
toilet-trained
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of children) trained to use the toilet
word family
toilet-trained
toilet-trained
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
toilet-train
toilet water
toilet training
toilet tissue
toilet table
toiletries
toiletry
toilette
toiling
toilsome
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App