LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Toilette
/tɔɪlˈɛt/
/tɔɪlˈɛt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "toilette"
Toilette
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
τουαλέτα
the act of grooming oneself or the process of getting ready
toilet
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App