Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tight-fisted
01
τσιγκούνης, σφιχτοχέρης
spending or giving money reluctantly
Παραδείγματα
He ’s so tight-fisted that he wo n’t even tip the waiter.
Είναι τόσο τσιγκούνης που δεν θα αφήσει ούτε φιλοδώρημα στον σερβιτόρο.
My boss is too tight-fisted to approve any raises this year.
Το αφεντικό μου είναι πολύ τσιγκούνης για να εγκρίνει οποιεσδήποτε αυξήσεις φέτος.



























