Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tight-lipped
01
κλειστόμυαλος, λίγοος
unwilling to speak freely or disclose information
Παραδείγματα
She stayed tight-lipped and shook her head.
Παραμένει βουβή και κούνησε το κεφάλι της.
They were tight-lipped about the surprise announcement until the official release.
Ήταν κλειστόμυαλοι σχετικά με την έκπληξη ανακοίνωση μέχρι την επίσημη κυκλοφορία.



























