Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
throat infection
/θɹˈoʊt ɪnfˈɛkʃən/
/θɹˈəʊt ɪnfˈɛkʃən/
Throat infection
01
λοιμώξηση του λαιμού, φαρυγγίτιδα
an inflammation of the throat that is typically caused by a viral or bacterial infection
Παραδείγματα
After complaining of a sore throat and difficulty swallowing, the doctor diagnosed her with a throat infection and prescribed antibiotics.
Αφού παραπονέθηκε για πονόλαιμο και δυσκολία κατά την κατάποση, ο γιατρός της διέγνωσε λοιμώξη του λαιμού και της συνέταξε αντιβιοτικά.
He was advised to drink plenty of warm fluids to soothe the pain caused by his throat infection.
Του συνιστάται να πίνει πολλά ζεστά υγρά για να καταπραΰνει τον πόνο που προκαλείται από τη λοιμώξη του λαιμού.



























