bimodal
bi
ˌbaɪ
μπαι
mo
ˈmoʊ
μου
dal
dəl
νταλ
British pronunciation
/baɪmˈɒdəl/

Ορισμός και σημασία του "bimodal"στα αγγλικά

01

διτροπικός, με δύο τρόπους

having or involving two distinct modes, peaks, or most frequent values
example
Παραδείγματα
The bimodal distribution of exam scores indicated two groups of students with different performance levels.
Η διτροπική κατανομή των βαθμών των εξετάσεων υποδείκνυε δύο ομάδες μαθητών με διαφορετικά επίπεδα απόδοσης.
In a bimodal climate, there are typically two distinct rainy seasons.
Σε ένα διτροπικό κλίμα, υπάρχουν συνήθως δύο διακριτές εποχές βροχών.

Λεξικό Δέντρο

bimodal
modal
mod
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store