Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bimodal
01
διτροπικός, με δύο τρόπους
having or involving two distinct modes, peaks, or most frequent values
Παραδείγματα
The bimodal distribution of exam scores indicated two groups of students with different performance levels.
Η διτροπική κατανομή των βαθμών των εξετάσεων υποδείκνυε δύο ομάδες μαθητών με διαφορετικά επίπεδα απόδοσης.
In a bimodal climate, there are typically two distinct rainy seasons.
Σε ένα διτροπικό κλίμα, υπάρχουν συνήθως δύο διακριτές εποχές βροχών.



























