LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Testator
/tɛstˈeɪtɐ/
/tɛstˈeɪɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "testator"
Testator
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who makes a will
testator
n
Παράδειγμα
The
will
's
provisions
were
ambulatory
,
meaning
they
could
be
modified
by
the
testator
at
any
time
before
their
passing
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App