Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tendon
01
τένοντας, ελαστικός σύνδεσμος
(anatomy) an elastic cord or band that connects a muscle to a bone
Παραδείγματα
Tendon injuries can result from sudden trauma or repetitive strain.
Οι κακώσεις των τενοντων μπορεί να προκύψουν από ξαφνικό τραυματισμό ή επαναλαμβανόμενη καταπόνηση.
Achilles tendonitis is a common condition affecting the Achilles tendon.
Η τενοντίτιδα του Αχιλλείου είναι μια κοινή κατάσταση που επηρεάζει τον τένοντα του Αχιλλείου.



























