Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tenebrous
01
σκοτεινός, αινιγματικός
dark or obscure, often with a mysterious or gloomy atmosphere
Παραδείγματα
The tenebrous forest seemed to swallow up all traces of light.
Το σκοτεινό δάσος φαινόταν να καταπίνει όλα τα ίχνη του φωτός.
She entered the tenebrous alleyway cautiously, feeling a sense of unease.
Μπήκε προσεκτικά στο σκοτεινό σοκάκι, νιώθοντας μια αίσθηση ανησυχίας.
02
σκοτεινός, δύσκολος στην κατανόηση
difficult to grasp, often suggesting an atmosphere of mystery or confusion
Παραδείγματα
Her tenebrous reasoning left the committee unsure of how to proceed with the decision.
Η σκοτεινή της συλλογιστική άφησε την επιτροπή αβέβαιη για το πώς να προχωρήσει με την απόφαση.
The artwork featured tenebrous imagery, prompting viewers to ponder its hidden meanings.
Το έργο τέχνης παρουσίαζε σκοτεινές εικόνες, προκαλώντας τους θεατές να αναλογιστούν τις κρυμμένες σημασίες του.



























