Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tardily
01
αργά, βραδέως
without speed (`slow' is sometimes used informally for `slowly')
Παραδείγματα
The guests arrived tardily, long after the party had begun.
Οι επισκέπτες έφτασαν αργά, πολύ μετά την έναρξη του πάρτι.
He submitted his report tardily, missing the deadline by several days.
Υπέβαλε την αναφορά του αργά, χάνοντας την προθεσμία για αρκετές ημέρες.
Λεξικό Δέντρο
tardily
tardy
tard



























