Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tallish
01
ψηλόκομπος, αρκετά ψηλός
moderately or somewhat tall in height
Παραδείγματα
He was tallish, not towering, but taller than average.
Ήταν αρκετά ψηλός, όχι γιγαντιαίος, αλλά ψηλότερος από τον μέσο όρο.
The tree was tallish compared to the surrounding shrubs.
Το δέντρο ήταν αρκετά ψηλό σε σύγκριση με τους θάμνους γύρω του.
Λεξικό Δέντρο
tallish
tall



























