tactile
tac
ˈtæk
ταικ
tile
ˌtaɪl
ταιλ
British pronunciation
/tˈækta‍ɪl/

Ορισμός και σημασία του "tactile"στα αγγλικά

01

απτικός, σχετικός με την αφή

relating to the sense of touch or the ability to perceive objects by touch
example
Παραδείγματα
The artist explored the tactile qualities of different materials, using touch as a primary means of expression in her sculptures.
Η καλλιτέχνης εξερεύνησε τις απτικές ιδιότητες διαφορετικών υλικών, χρησιμοποιώντας την αφή ως κύριο μέσο έκφρασης στα γλυπτά της.
The tactile feedback of the keyboard helped the typist maintain accuracy and speed while typing.
Η απτική ανατροφοδότηση του πληκτρολογίου βοήθησε τον δακτυλογράφο να διατηρήσει την ακρίβεια και την ταχύτητα κατά την πληκτρολόγηση.
02

απτικός, που παράγει μια αίσθηση αφής

producing a sensation of touch
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store