Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tactical
01
τακτικός, στρατηγικός βραχυπρόθεσμος
related to specific actions or plans aimed at achieving short-term goals or addressing immediate challenges within a broader strategy
Παραδείγματα
Tactical decisions focus on implementing strategies to address immediate challenges or opportunities.
Οι τακτικές αποφάσεις επικεντρώνονται στην εφαρμογή στρατηγικών για την αντιμετώπιση άμεσων προκλήσεων ή ευκαιριών.
Tactical adjustments during a sports match are made to exploit opponents' weaknesses or respond to changing conditions.
Οι τακτικές προσαρμογές κατά τη διάρκεια ενός αθλητικού αγώνα γίνονται για να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες των αντιπάλων ή να ανταποκριθούν σε μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Λεξικό Δέντρο
tactically
tactical
tactic
tact



























