Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tactic
01
τακτική, στρατήγημα
a carefully planned action or strategy to achieve a specific goal
Παραδείγματα
She used a clever tactic to negotiate a better deal.
Χρησιμοποίησε μια έξυπνη τακτική για να διαπραγματευτεί μια καλύτερη συμφωνία.
The coach devised a new tactic to improve the team's defense.
Ο προπονητής επινόησε μια νέα τακτική για να βελτιώσει την άμυνα της ομάδας.
Λεξικό Δέντρο
tactical
tactic
tact



























