
Αναζήτηση
tactfully
01
διορατικά, με προσοχή
in a skillful and considerate manner
Example
She addressed the sensitive topic tactfully to avoid hurting anyone's feelings.
Αναφέρθηκε στο ευαίσθητο θέμα διορατικά, με προσοχή για να μην πληγώσει τα συναισθήματα κανενός.
The manager provided feedback tactfully, emphasizing strengths and areas for improvement.
Ο διευθυντής παρέδωσε ανατροφοδότηση διορατικά, με προσοχή, τονίζοντας τα πλεονεκτήματα και τους τομείς προς βελτίωση.
word family
tact
Noun
tactful
Adjective
tactfully
Adverb