Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
syncretic
01
συγκεκριμένος, συνθετικός
creating a combination of different beliefs, ideas, traditions, etc.
Παραδείγματα
The festival is a syncretic celebration that blends local customs with religious traditions.
Το φεστιβάλ είναι μια συγκεκριμένη γιορτή που συνδυάζει τοπικά έθιμα με θρησκευτικές παραδόσεις.
Her artwork reflects a syncretic style, merging elements from various cultures.
Το έργο τέχνης της αντικατοπτρίζει ένα συγκεκριμένο στυλ, συνδυάζοντας στοιχεία από διάφορες κουλτούρες.
02
συγκεκριμένος, σχετικός με μια ιστορική τάση μιας γλώσσας να μειώνει τη χρήση των κλίσεων
relating to a historical tendency for a language to reduce its use of inflections
Λεξικό Δέντρο
syncretic
syncret



























