Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Synchronism
01
συγχρονισμός, ταυτόχρονότητα
the quality of existing or happening at the same time
Λεξικό Δέντρο
synchronism
synchron
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συγχρονισμός, ταυτόχρονότητα
Λεξικό Δέντρο