Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
swiftly
01
γρήγορα, αμέσως
in a quick or immediate way
Παραδείγματα
The gazelle moved swiftly to evade the approaching predator.
Η γαζέλα κινήθηκε γρήγορα για να αποφύγει τον πλησιάζοντα θηρευτή.
The hawk swooped down swiftly to catch its prey.
Ο γεράκι έπεσε γρήγορα για να πιάσει το θήραμά του.



























