LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sweptback
/swˈɛptbak/
/swˈɛptbæk/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "sweptback"
sweptback
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
σαρωμένος
(of hair) pulled back from the face
backswept
02
σαρωμένος
(especially of aircraft wings) angled rearward from the point of attachment
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App