LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Swear in
/swˈeəɹ ˈɪn/
/swˈɛɹ ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "swear in"
to swear in
ΡΉΜΑ
01
ορκίζομαι
to officially induct someone into a position or office, typically involving an oath
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App