Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sufferance
01
ανεκτικότητα, υπομονή
toleration of difficult situations
Παραδείγματα
He endured the long delays with sufferance, knowing there was little he could do to change the situation.
Υπέμεινε τις μεγάλες καθυστερήσεις με υπομονή, γνωρίζοντας ότι υπήρχε ελάχιστο που μπορούσε να κάνει για να αλλάξει την κατάσταση.
Her sufferance in dealing with the demanding clients impressed everyone at the office.
Η ανεκτικότητά της στην αντιμετώπιση απαιτητικών πελατών εντυπωσίασε όλους στο γραφείο.
Λεξικό Δέντρο
sufferance
suffer



























