Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stubble
01
γενειάδα μερικών ημερών, αγένια
short stiff hair growing on the face when it is not shaved, typically on a man's face
Παραδείγματα
After not shaving for a few days, he had a thick stubble covering his chin and cheeks.
Αφού δεν έγειρε για μερικές μέρες, είχε ένα πυκνό γενάκι που κάλυπτε το πηγούνι και τα μάγουλά του.
His stubble scratched against her cheek as he leaned in for a kiss.
Το γενάκι του γρατζούνησε το μάγουλό της καθώς κλίθηκε για ένα φιλί.
02
καλάμι, άχυρο
the leftover plant material, like seed coverings and bits of stem or leaves, remaining after crops are harvested
Παραδείγματα
The field was left with stubble after the wheat harvest.
Το χωράφι άφησε αχυρένια μετά τη συγκομιδή του σιταριού.
Stubble from the cornfield covered the ground.
Οι καλάμια από το αγρό καλαμποκιού κάλυπταν το έδαφος.
Λεξικό Δέντρο
stubbly
stubble



























