Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stubborn
01
πεισματάρης, επίμονος
unwilling to change one's attitude or opinion despite good reasons to do so
Παραδείγματα
Despite overwhelming evidence, he remained stubborn in his belief that he was always right.
Παρά τα συντριπτικά στοιχεία, παρέμεινε πεισματάρης στην πεποίθησή του ότι είχε πάντα δίκιο.
Her stubborn refusal to compromise led to frequent arguments with her colleagues.
Η πεισματάρικη άρνησή της να συμβιβαστεί οδήγησε σε συχνές διαφωνίες με τους συναδέλφους της.
02
πεισματάρης, ανθεκτικός
not responding to treatment
Λεξικό Δέντρο
stubbornly
stubbornness
stubborn



























