
Αναζήτηση
strong-willed
01
αυστηρός στην αποφασιστικότητα, με σθένος
very determined in one's beliefs or decisions, often showing firmness of character and persistence in achieving what one wants
Example
Despite facing numerous challenges, she remained strong-willed and determined to succeed in her career.
Παρά την αντιμετώπιση πολλών προκλήσεων, παρέμεινε αυστηρός στην αποφασιστικότητα, με σθένος και αποφασισμένη να επιτύχει στην καριέρα της.
His strong-willed nature helped him overcome adversity and achieve his lifelong dream of becoming a pilot.
Η αυστηρή του αποφασιστικότητα με σθένος τον βοήθησε να ξεπεράσει τις αντιξοότητες και να πετύχει το δια βίου όνειρό του να γίνει πιλότος.

Συναφή Λέξεις