Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stringent
01
αυστηρός, επιθετικός
(of a law, regulation, rule, etc.) extremely limiting and strict
Παραδείγματα
The company had stringent rules about employee conduct.
Η εταιρεία είχε αυστηρούς κανόνες σχετικά με τη συμπεριφορά των υπαλλήλων.
The government imposed stringent measures to control the spread of the virus.
Η κυβέρνηση επέβαλε αυστηρά μέτρα για τον έλεγχο της εξάπλωσης του ιού.
Λεξικό Δέντρο
stringently
stringent



























