Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stowage
01
αποθήκη, χώρος αποθήκευσης
a room in which things are stored
02
στοίβαγμα, αποθήκευση
the act of packing or storing away
03
τέλος στεγάσεως, κόστος αποθήκευσης
the charge for stowing goods
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποθήκη, χώρος αποθήκευσης
στοίβαγμα, αποθήκευση
τέλος στεγάσεως, κόστος αποθήκευσης