Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stereoscopic
01
στερεοσκοπικός, τρισδιάστατος
having the quality of creating a three-dimensional effect by combining two slightly different images, typically one for each eye
Παραδείγματα
The stereoscopic images made the scene appear more lifelike.
Οι στερεοσκοπικές εικόνες έκαναν τη σκηνή να φαίνεται πιο ρεαλιστική.
They used stereoscopic cameras to film the nature documentary.
Χρησιμοποίησαν στερεοσκοπικές κάμερες για να γυρίσουν το ντοκιμαντέρ για τη φύση.
02
στερεοσκοπικός, σχετικός με ένα στερεοσκόπιο
of or relating to a stereoscope
Λεξικό Δέντρο
stereoscopic
stereoscope



























