Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stereoscopy
01
στερεοσκοπία, τεχνική στερεοσκοπίας
a technique used to create a three-dimensional illusion in by presenting two slightly offset images of the same scene to the left and right eyes
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στερεοσκοπία, τεχνική στερεοσκοπίας