Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stereoscope
01
στερεοσκόπιο, συσκευή προβολής στερεοσκοπικών εικόνων
a device used to view two separate images, usually photographs, in a way that creates the illusion of a single three-dimensional image
Παραδείγματα
The museum had a stereoscope for viewing vintage images in 3D.
Το μουσείο είχε ένα στερεοσκόπιο για την προβολή βινταζ εικόνων σε 3D.
She used a stereoscope to see the depth in old landscape photos.
Χρησιμοποίησε ένα στερεοσκόπιο για να δει το βάθος στις παλιές φωτογραφίες τοπίου.
Λεξικό Δέντρο
stereoscopic
stereoscope



























