Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
steeply
Παραδείγματα
The trail ascended steeply up the mountain, making the climb exhausting.
Το μονοπάτι ανέβαινε απότομα στο βουνό, κάνοντας την ανάβαση εξαντλητική.
The roof of the house sloped steeply, especially at its peak.
Η στέγη του σπιτιού είχε κλίση απότομη, ειδικά στην κορυφή της.
02
απότομα, κατακόρυφα
by a large amount and in a sudden or rapid manner
Παραδείγματα
The price of gasoline rose steeply after the supply shortage.
Η τιμή της βενζίνης αυξήθηκε απότομα μετά την έλλειψη προσφοράς.
Interest rates dropped steeply during the economic downturn.
Τα επιτόκια έπεσαν απότομα κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης.
Λεξικό Δέντρο
steeply
steep



























