Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Steam engine
01
ατμομηχανή, κινητήρας ατμού
a machine that uses steam made from boiling water to produce power and make parts move
Παραδείγματα
The old train was powered by a steam engine.
Το παλιό τρένο τροφοδοτούνταν από μια ατμομηχανή.
Factories once used a steam engine to run machines.
Τα εργοστάσια κάποτε χρησιμοποιούσαν μια ατμομηχανή για να λειτουργήσουν μηχανές.



























