Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stealthy
01
λαθραίος, προσεκτικός
marked by quiet and caution and secrecy; taking pains to avoid being observed
Λεξικό Δέντρο
stealthily
stealthiness
stealthy
stealth
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λαθραίος, προσεκτικός
Λεξικό Δέντρο